ὑποβαλών

ὑποβαλών
ὑποβάλλω
throw
aor part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …   Dictionary of Greek

  • μονομαχείον — μονομαχεῑον και μονομάχιον, τὸ (ΑΜ) [μονομάχος] μσν. σχολή όπου διδασκόταν η μονομαχία αρχ. μονομαχία («ἀλλά καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ μονομάχιον ὑποβαλών», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • υποκρουστικώς — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὑποβλήδην, ὑποβαλὼν ὑποκρουστικῶς, ἔτι λέγοντός τινος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποκρούω, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *ὑποκρουστικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”